- ἐναπολαύω
- ἐναπο-λαύω,A enjoy, PLond. 1727.26 (vi A. D.);
προνομίῳ Just.Nov.111.1
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
προνομίῳ Just.Nov.111.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εναπολαύω — ἐναπολαύω (AM) απολαμβάνω κάτι, ευχαριστούμαι με κάτι … Dictionary of Greek
απολαύω — (AM ἀπολαύω) 1. πορίζομαι κάποια ωφέλεια, κέρδος 2. βρίσκω απόλαυση, απολαμβάνω, χαίρομαι νεοελλ. (με γεν.) είμαι κάτοχος κάποιου πλεονεκτήματος αρχ. 1. βγαίνω ωφελημένος 2. ειρων. υφίσταμαι, παθαίνω κάτι κακό 3. (το αρσ. της μτχ. στον πληθ. ως… … Dictionary of Greek